- αμαξόπορτα
- ηβλ. αμαξόθυρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αμαξόπορτα — ή αμαξόθυρα, η 1. μεγάλη πόρτα αυλής ή οικοδομής από την οποία μπαίνουν ή βγαίνουν άμαξες 2. πόρτα τής άμαξας. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμαξα ή αμάξι + πόρτα] … Dictionary of Greek
αμαξόθυρα — αμαξόθυρα, η και αμαξόπορτα, η πόρτα αυλής από την οποία μπορούν να μπουν αμάξια: Η αυλή έχει και αμαξόπορτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμαξόθυρα — η βλ. αμαξόπορτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμαξα ή αμάξι + θύρα] … Dictionary of Greek